σκηνᾶσθαι

σκηνᾶσθαι
σκηνάω
banqueters
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκηνώ — (I) άω, Α [σκηνή] (δ. τ. τού σκηνῶ, έω) 1. (αποθ.) κατοικώ, διαμένω («σκηνᾱσθαι παρὰ τὸν ποταμὸν», Πλάτ.) 2. μέσ. σκηνῶμαι, άομαι α) καταφεύγω, προσφεύγω («τὰ... ἔρα ἐν οἷς ἐσκηνῆντο», Θουκ.) β) (σχετικά με κτίσμα) κτίζω, οικοδομώ γ) μένω σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”